- διενεργώ
- (AM διενεργῶ, -έω) [ενεργώ]διεξάγω ολοκληρώνοντας ορισμένη διαδικασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διενεργώ — διενεργώ, διενήργησα και διενέργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διενεργώ — διενέργησα, ολοκληρώνω, τελειώνω μια ενέργεια, διεξάγω: Διενεργούνται ανακρίσεις από την αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξειδικεύω — διενεργώ εξειδίκευση … Dictionary of Greek
αδιενέργητος — η, ο [διενεργώ] αυτός που δεν έχει διενεργηθεί, που δεν έχει διεξαχθεί, εκκρεμής … Dictionary of Greek
αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… … Dictionary of Greek
διενέργεια — η [διενεργώ] διεξαγωγή, εκτέλεση σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία («διενέργεια εκλογών») … Dictionary of Greek
διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ … Dictionary of Greek
εγχειρώ — (AM ἐγχειρῶ, έω) νεοελλ. διενεργώ εγχείρηση αρχ. μσν. 1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ή κάτι 2. επιχειρώ αρχ. 1. επιτίθεμαι 2. αρχίζω θεραπεία … Dictionary of Greek
ενυδατώνω — 1. χημ. διενεργώ ή επιφέρω ενυδάτωση 2. (για καλλυντικό) αυξάνω την ποσότητα νερού στα κύτταρα τού δέρματος … Dictionary of Greek
κατασκοπεύω — (AM κατασκοπεύω) [κατάσκοπος] παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός νεοελλ. διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω … Dictionary of Greek